μπερδεψιά

μπερδεψιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπερδεψιά" в других словарях:

  • μπερδεψιά — η μπέρδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. μπέρδεψ α τού μπερδεύω + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • μπερδεψιά — η μπλέξιμο, ανακάτωμα: Έχει μπερδεψιές με παράνομους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλεξιά — η [μπλέκω] μπλέξιμο, μπερδεψιά, μπέρδεμα, περιπλοκή …   Dictionary of Greek

  • εμπλοκή — η 1. περιπλοκή, μπερδεψιά, μπλέξιμο, ανακάτωμα. 2. (μηχ.), η εισχώρηση των δοντιών οδοντωτού τροχού στα δόντια άλλου για μετάδοση της κίνησής του. 3. η αχρήστεψη της λειτουργίας όπλου εξαιτίας βλάβης του μηχανισμού του. 4. η πρώτη φάση της μάχης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»